μπρικ

μπρικ
το
άκλ.
1. το κόκκινο χαβιάρι από τα αβγά τού ψαριού σολομός
2. ως επίθ. κεραμιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brick «τούβλο». Το είδος ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”